σκήπτρου

σκήπτρου
σκή̱πτρου , σκῆπτρον
staff
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επανάταση — ἐπανάτασις, η (Α) [επανατείνω] 1. ανάταση, ανύψωση ενός πράγματος («ὁ δ ὅρκος ἦν τοῡ σκήπτρου ἐπανάτασις», Αριστοτ.) 2. μτφ. απειλή («ἐπανάτασις μειζόνων ἐγκλημάτων», πάπ.) 3. απειλητική στάση ενός όπλου («ἐπανάτασις σιδήρου», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”